ακροκεφαλία

ακροκεφαλία
Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές, συνοδεύεται –πάντοτε σχεδόν– από εξοφθαλμία και άλλες ανωμαλίες στο πρόσωπο (προγναθισμός, ασυμμετρία). Άλλα συμπτώματα είναι: ατροφία του οπτικού νεύρου, μείωση της οπτικής ικανότητας και στραβισμός. Μερικές φορές παρατηρείται πνευματική καθυστέρηση και καταστρέφεται η αίσθηση της όσφρησης, ενώ η ακοή και η γεύση παραμένουν ανέπαφες. Δεν είναι ασυνήθιστη επίσης η κεφαλαλγία, οι ίλιγγοι και επίσης η δακρυόρροια και η επιπεφυκίτιδα, επειδή τα βλέφαρα δεν κλείνουν καλά εξαιτίας της εξοφθαλμίας. Ο όρος α. (λέγεται επίσης και πυργοκεφαλία, οξυκεφαλία ή υψικεφαλία) χρησιμοποιείται και στην ανθρωπολογία και χαρακτηρίζει τη φυσιολογική κρανιακή διαμόρφωση ορισμένων φυλών (ιδιαίτερα Εσκιμώων και Μογγόλων), που παρουσιάζουν αυξημένο κάθετο κεφαλικό δείκτη σε σχέση με τον δείκτη των ορθοκέφαλων ατόμων.
* * *
η (Ανθρωπολ.)
δυσμορφία που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο σχήμα τής κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη συνοστέωση τών ραφών τού κρανίου, ιδίως τής στεφανιαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακροκέφαλος, πρβλ. γαλλ. acrocephalie.
ΠΑΡ. ακροκεφαλικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακροκεφαλία — η (ιατρ.), παθολογική παραμόρφωση του κρανίου με αποτέλεσμα αυτό να παίρνει σχήμα πυργοειδές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροκεφαλικός — ή, ό (Ανθρωπολ.) αυτός που αναφέρεται ή έχει σχέση με την ακροκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροκεφαλία, πρβλ. γαλλ. acrocephalique] …   Dictionary of Greek

  • ακροκέφαλος — (acrocephalus). Επιστημονική ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των συλβιιδών. Ζουν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και, κυρίως, της Ασίας. Το μήκος του σώματός τους δεν ξεπερνά τα 20 εκ. Είναι αποδημητικά πουλιά και… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • οξυκεφαλία — η [οξυκέφαλος] (ανθρωπολ. ιατρ.) η ακροκεφαλία …   Dictionary of Greek

  • ακροκέφαλος — η, ο αυτός που έπαθε ακροκεφαλία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”